αιματο-

αιματο-
см. αιμο\

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αιματο-" в других словарях:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Canarian Black Oystercatcher — Taxobox name = Canarian Black Oystercatcher status = EX status system = iucn3.1 extinct = c.1940? regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Aves ordo = Charadriiformes familia = Haematopodidae genus = Haematopus species = H. meadewaldoi… …   Wikipedia

  • Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …   Wikipedia

  • Гематоэнцефалический барьер — Схема строения гематоэнцефалического барьера Гематоэнцефалический барьер (ГЭБ) (от др. греч. αἷμα, род.п. αἷματο &# …   Википедия

  • Mycena haematopus — Scientific classificat …   Wikipedia

  • κνισολοιχός — κνισολοιχός, όν (Α) ο λαίμαργος για το λίπος ψητού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + λοιχός (< λείχω «γλύφω»), πρβλ. αιματο λοιχός, τραπεζο λοιχός] …   Dictionary of Greek

  • ληστοδόχος — λῃστοδόχος, ον (Α) αυτός που δέχεται τους ληστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. αιματο δόχος, σηματο δόχος] …   Dictionary of Greek

  • ματτυολοιχός — και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής 2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο λοιχός,… …   Dictionary of Greek

  • μυροχυσία — μυροχυσία, ἡ (Μ) επίχυση μύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χυσία (< χυτος < χύνω), πρβλ. αιματο χυσία] …   Dictionary of Greek

  • νεφελοχυσία — νεφελοχυσία, ἡ (Μ) επικάλυψη τών οφθαλμών με μεμβράνα, καταρράκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + χυσία (< χυτός < χέω), πρβλ. αιματο χυσία] …   Dictionary of Greek

  • οπλοχαρής — ὁπλοχαρής, ές (Α) αυτός που αγαπά τα όπλα, που χαίρεται με τα όπλα, πολεμοχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιματο χαρής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»